Ο Νίκος Ξυλούρης γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του στα Ανώγεια του Ρεθύμνου της Κρήτης από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες.
Στα πέντε του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοπόταμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης.
Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της Κρητικής μουσικής ο Αντώνης Ξυλούρης Ψαραντώνης, και ο Γιάννης Ξυλούρης Ψαρογιάννης.
Σε νεαρή ακόμα ηλικία με τη βοήθεια του δασκάλου του κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο "Κάστρο". Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη "μόδα" της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν. Τα έσοδα του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές
Την 21η Μαΐου του 1958, ο Νίκος Ξυλούρης παντρεύεται την Μελαμπιανάκη Ουρανία και το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους αποφασίζουν να εγκατασταθούν μαζί στο Ηράκλειο.
Ο Νίκος συνεχίζει την ανοδική του πορεία και τον Νοέμβριο του 1958 βγάζει τον πρώτο του δίσκο με την εταιρία "Οντεόν" που έχει τίτλο "Μια μαυροφόρα που περνά". Η αμοιβή του ; 150 δραχμές !!
Ο δίσκος είχε επιτυχία και έτσι η εταιρία του τον βοηθάει να κάνει κι άλλους δίσκους, βγάζοντας τον από τις δύσκολες μέρες.
Το 1969 ηχογράφησε με μεγάλη επιτυχία το δίσκο "Ανυφαντού" και λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε και πάλι σε Αθηναϊκό μουσικό κέντρο.
Οι καταστάσεις όμως πλέον είχαν ωριμάσει και ο κόσμος τον υποστήριζε περισσότερο.
Έτσι μετακόμισε και πάλι στην Αθήνα.
Γνώρισε τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό ο οποίος αποφάσισε να τον συστήσει στο Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι ξεκίνησε μια λαμπρή συνεργασία με το δίσκο "Χρονικό" και τα "Ριζίτικα".
Παράλληλα γνωρίστηκε με τον διευθυντή της δισκογραφικής εταιρίας COLUMBIA και έγιναν κουμπάροι.
Για το ποιος ανακάλυψε τον Νίκο Ξυλούρη, τα λεγόμενα της συζύγου του κ. Ουρανίας Ξυλούρη όπως δημοσιεύτηκαν σε σχετικά αφιερώματα των περιοδικών «Δίφωνο» και «Μονογραφίες» είναι διαφορετική από αυτήν που συνήθως επικρατεί σε αρκετές βιογραφίες του Νίκου Ξυλούρη, ότι τον ανακάλυψε ο Ερρίκος Θαλασσινός και τον ανέδειξε ο Γιάννης Μαρκόπουλος.
Η ανάδειξη του Ξυλούρη οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεα και έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο ο οποίος ήταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού Λυράρη.
Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για τον Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του «Χρονικού».
Το 1966 το κράτος επιλέγει και στέλνει τον Νίκο Ξυλούρη σε φολκλορικό διαγωνισμό στο Σαν Ρέμο οπού ανάμεσα από δεκάδες συγκροτήματα ο Ελληνας λυράρης παίρνει το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία του στο συρτάκι που έπαιξε με την λύρα.
Το 1967, επί δικτατορίας, ανοίγει στο Ηράκλειο το πρώτο κρητικό κέντρο, τον "Ερωτόκριτο" και τον Απρίλη του 1969 κάνει την πρώτη του επίσημη δοκιμαστική εμφάνιση του στην Αθήνα, στο κέντρο "Κονάκι".
Ο κόσμος τον αποθεώνει και ο Νίκος Ξυλούρης αποφασίζει να εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Κάποιο από τα βράδια ο Νίκος γνωρίζεται με τον σκηνοθέτη και ποιητή Ερρίκο Θαλασσινό και γίνονται αχώριστοι φίλοι.
Μέσο του Θαλασσινού γνωρίζει τον μουσικοσυνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο με τον οποίο και συνεργάστηκε.
Το 1969 ηχογραφεί την «Ανυφαντού», ένα τραγούδι που κυριολεκτικά «σπάει ταμεία» μέσα στην παραδοσιακή δισκογραφία της εποχής.
Το 1970 κατεβαίνει στ' Ανώγεια, ο Γενικός Διευθυντής της COLUMBIA, Τάκης Λαμπρόπουλος, που ήδη οι δυνατότητες του κρητικού τραγουδιστή και λυράρη, τον έχουν εντυπωσιάσει. Τον ακούει να τραγουδά ζωντανά σ' ένα γάμο και του ζητά συνεργασία.
Ετσι, η φωνή του Νίκου Ξυλούρη, θα περάσει πλέον πέρα από τα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, στη σύγχρονη «έντεχνη» δημιουργία επώνυμων συνθετών (Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Χάλαρης κ.α.), δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στη γνήσια κρητική έκφραση και το παραδοσιακό τραγούδι της Κρήτης, ν' αποκτήσουν πανελλήνια εμβέλεια.
"Το 1969 -λέει σε μία σπάνια συνέντευξή της η σύντροφός του Ουρανία-ερχόμαστε για πρώτη φορά στην Αθήνα για εμφανίσεις στο κέντρο «Κονάκι», και τον Σεπτέμβριο γίνεται η μόνιμη εγκατάστασή μας στην πρωτεύουσα.
Έχει ήδη φύγει από τα κρητικά μαγαζιά ο Νίκος, και τραγουδά σε μπουάτ της Πλάκας.
Με τον Γιάννη Μαρκόπουλο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο «Χρονικό». Εξι μήνες μετά, κυκλοφορεί ο δίσκος αναφορά στα «Ριζίτικα» της Κρήτης.
Τον Μάϊο του 1971, ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στην μπουάτ «Λήδρα», στην Πλάκα, μέσα στην καρδιά της δικτατορίας. Η φωνή του Νίκου Ξυλούρη γίνεται σημαία αντίστασης. «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια και αγριμάκια μου.
Ακολουθούν δύο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η «Ιθαγένεια» και ο «Στρατής ο Θαλασσινός».
Ερχεται στη συνέχεια η συνεργασία του με τον Σταύρο Ξαρχάκο («Διόνυσε καλοκαίρι μας», «Συλλογή»), τον Χριστόδουλο Χάλαρη («Τροπικός της Παρθένου», «Ακολουθία»), και τον Χρήστο Λεοντή («Καπνισμένο Τσουκάλι»).
Και έπειτα το καλοκαίρι του 1973 το «Μεγάλο μας Τσίρκο». Η παράσταση που ανεβάζουν στο θέατρο «Αθήναιον», η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος, με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια.
Ο Νίκος Ξυλούρης κρατά τον καθοριστικό ρόλο του τραγουδιστή στην παράσταση αυτή. Μια παράσταση - σταθμός στην καριέρα του.
Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου, του Δημήτρη Χριστοδούλου, του Λίνου Κόκοτου και του Ηλία Ανδριόπουλου.
Τραγουδά όμως πάντα και παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης και κάποια λαϊκά του Στέλιου Βαμβακάρη.
Τα τραγούδια του τα μάθαινε στο πόδι. Δεν είχε χρόνο για πρόβες. Τα μάθαινε, ακούγοντας την κασέτα στο σπίτι, στο αυτοκίνητο. Τραγουδούσε μαζί και το μάθαινε.
Μάλιστα, ο Ξαρχάκος, τον ήθελε πάντα στα τραγούδια του αυθεντικό, γι' αυτό και τον καλούσε στο στούντιο για ηχογράφηση, συνήθως, χωρίς πρόβα.
Έτσι έγινε και με το τραγούδι «Ήταν μια φορά».
Το ηχογράφησε ο Νίκος χωρίς να το ξέρει.
Χωρίς καμία πρόβα".
Ο Ψαρονίκος έφυγε από κοντά μας νωρίς. 8 Φλεβάρη του 1980. Ο τόπος του τον ξεπροβόδισε με μαντινάδες. 26 χρόνια μετά τον λέμε ακόμη "Αρχάγγελο της Κρήτης". Λίγοι θυμούνται γιατί.
Ήταν ένα στιχούργημα που έγραψε για αυτόν ο γνωστός Ηρακλειώτης δικηγόρος Γιώργης Τσικαλάς που περιέγραφε την εικόνα γλαφυρά. Και έλεγε:
Στο κατακλείδι τ' ουρανού στο φόλι του Συμπάντου
κάθεται μπροσταρόκριγιος σ' ανέφαλ' ασημένιο
ο παντροκράτης Βασιλιάς π' ούλα τα χαζιρεύγει
ψεύτη κι αθάνατο ντουνιά δίχως συμβουλατόρους
π' ούλη την Πλάση συντηρά με στρουφιχτό αμάτι
πούχει πατούλιες άγγελους και στ' όνομά του ψάλλουν
ύμνους από τα Χερουβίμ κι άσματα των ασμάτω!
Μα ιντά 'χει σήμερα ο Θεός, όχι θεόψυχά μου
κι εζήλεψε ντως τω θνητώ στσι καλοπέρασές τως;
Τραγούδια κι οργανά 'κουσε απού τον Ψηλορείτη
κι αμέσως τα αγγελικά λαρύγγια βουβάθηκαν
κουνιούνται τα συθέμελα τα ριζιμιά χαράκια
η σφαίρα η θεοτική του πέφτει απού τα χέρια
κι ανταριασμένος στρέφεται στσι δύο ντου Αρχαγγέλους:
- Ποιός είναι ο τραγουδιστής ποιός είναι ο παιχνιώτης
απού 'χει τρίδιπλες χορδές στη λύρα και στο στόμα,
και σαν τσι κρούσει τσι χορδές
ντροπιάζει τους αγγέλους
τ' αηδόνια ξενιτεύγει τα και τα νερά παγώνει
καμπάνες αργυροχυτές ραΐζει και χαλά τσις
και τη δική μου την καρδιά την έχει ξεσηκώσει;
Τί Παντογνώστης είμ' εγώ και δεν τόνε γνωρίζω;
Τί Παντοκράτης είμ' εγώ και τόνε χαίρουντ' άλλοι
οι δούλοι κι οι φαμέγοι μου απού τον κάτω Κόσμο;
- Ετούτος είναι κύριε των Κρητικών ο Μέγας.
Ο Νίκος ο Ψαρονίκος ο Νίκος ο Ξυλούρης.
που εσύ τονε μπεγιέντισες για τσι χορδές του μόνο,
μα ο Χάρος κάνει κάλεσμα για την αγνή Ψυχή του
π' αξίζει περισσότερο απ' ούλα σου τα έχη.
- Σύρτε φτερό Αρχάγγελοι δεξά μου φέρετέ τον
και τη φωνή και την ψυχή τα θέλω για δικού μου
και με τσ' ανθρώπους τσι θνητούς
δεν κάνω εγώ παζάρια.
Γλακάτε να προκάμετε του Χάρου το δραπάνι
πριχού του πάρει την ψυχή και τηνε μαγαρίσει
να τηνε κάμω κόνισμα την ανθρωπιά να μάθω
και να μου γλυκοτραγουδεί τσι ταπεινές τσι χάρες.
Βαρά η καλογερική βαρά και η θεότη
κόπιασε φίλε Νικολή στο θεϊκό κονάκι.
- Πριχού να γίνει Κύριε η Θεία εντολή σου,
τάξε μας πω δα 'ναμαστε και μεις ζερβόδεξά ντου
οι δύο ντου λαουτάρηδες στο Θεϊκό το γλέντι.
Ετσά τον πήρεν ο Θεός εις τα δικά ντου Ανώγεια.
Ετσά τον πήρεν ο Θεός κι ο Χάρος τον εχάσε.
- Βάλε ταβερναρά κρασί να πιω με το Θεό μου
να ζαλιστεί να μεθυστεί να τόνε καταφέρω
μπάε και κάμει το μιστό για το καλό της Κρήτης.
Για τους αμύητους στην διάλεκτο:
κατακλείδι: άκρη, φόλι: μέση, χαζιρεύγει: ελέγχει, στρουφιχτό: δύσκολο, πατούλιες: παρέες, μπεγιέντισες: εκτίμησες, γλακάτε: τρέξτε, μιστό: καλό
Πηγές:
www.wikipedia.gr
paragwgos.pblogs.gr
oistros-reportaz1.blogspot.com